|
|
Διερεύνηση
Παθήσεων
ουροποιητικού
Μετά
τη
λήψη
του
ιατρικού
ιστορικού,
ο
γιατρός
ενδέχεται
να
κάνει
φυσική
εξέταση.
Στη
διάγνωση
των
παθήσεων
του
ουροποιητικού
βοηθούν
οι
εξετάσεις
αίματος
και
ούρων.
Επίσης,
πολλές
φορές
είναι
απαραίτητος
και
ο
απεικονιστικός
έλεγχος
του
ουροποιητικού
με
ακτινογραφίες,
υπερήχους,
ενδοφλέβια
πυελογραφία,
αξονική
τομογραφία
καθώς
και
ο
ραδιοισοτοπικός
του
έλεγχος
με
σπινθηρογράφημα
νεφρών.
|
|
|
|
|
Λιθίαση
Ουροποιητικού
Είναι
η
τρίτη
κατά
σειρά
συχνότητας
πάθηση
του
ουροποιητικού.
Η
συχνότητά
της
στις
βιομηχανικές
περιοχές
φτάνει
το
14%
και
το
ποσοστό
υποτροπής
της
στο
50%
σε
5-6
έτη. Η
ηλικία
εμφάνισης
είναι
μεταξύ
36
και
54
ετών
με
τους
άνδρες
να
προσβάλλονται
συχνότερα
από
τις
γυναίκες. Η
ουρολιθίαση
εμφανίζει
γεωγραφική
κατανομή
(Κεντρική-Νότια
–
Βόρεια
Ευρώπη,
Η.Π.Α.
Βόρεια
Ινδία,
Πακιστάν),
εμφανίζεται
συχνότερα
στα
θερμά
κλίματα,
τους
καλοκαιρινούς
και
φθινοπωρινούς
μήνες. Άτομα
που
κάνουν
χειρονακτική
εργασία
προσβάλλονται
λιγότερο
από
εκείνα
που
εργάζονται
σε
γραφείο. Η
κατανάλωση
ζωικού
λευκώματος
και
λίπους
όπως
και
η
μη
λήψη
άφθονων
υγρών
αυξάνουν
τη
συχνότητα
εμφάνισής
της. Οι
λίθοι,
με
βάση
τη
σύστασή
τους,
κατατάσσονται
σε
αυτούς
από
ασβέστιο,
ουρικό
οξύ,
κυστίνη,
στουρβίτη,
ξανθίνη,
τριαμτερένη
κ.α. Η
διάγνωση
γίνεται
με
το
ιστορικό
(κωλικός
νεφρού)
και
τον
απεικονιστικό
έλεγχο
(ΝΟΚ,
U/S,
C/T). Η
θεραπευτική
αντιμετώπιση
περιλαμβάνει
την
αντιμετώπιση
του
οξέους
πόνου
και
την
απομάκρυνση
του
λίθου,
η
οποία
επιτυγχάνεται
με
συντηρητική
ή
επεμβατική
θεραπεία.
Στις
ενδείξεις
της
επεμβατικής
θεραπείας
συγκαταλέγεται
η
εμμένουσα
απόφραξη
του
ουροποιητικού,
η
επιδείνωση
της
νεφρικής
λειτουργίας,
η
εμπύρετη
ουρολοίμωξη
κ.α. Η
επεμβατική
θεραπεία
περιλαμβάνει
την
εξωσωματική
λιθοτριψία
(ESWL),
την
ουρητηροσκοπική
λιθοτριψία
(URS),
την
διαδερμική
νεφρολιθοτριψία
(PCNL)
και
το
ανοιχτό
χειρουργείο. Κάθε
μέθοδος
εφαρμόζεται
ανάλογα
με
το
μέγεθος,
το
είδος
και
τη
θέση
του
λίθου
με
πολύ
καλά
αποτελέσματα.
|
|
|
|
Ανδρική
Υπογονιμότητα
Ως
υπογονιμότητα
ορίζεται
η
αδυναμία
σύλληψης
μετά
από
διάστημα
12
μηνών
ελεύθερων
σεξουαλικών
επαφών. Διαχωρίζεται
σε
α) Πρωτοπαθή
(απουσία
εγκυμοσύνης
στις
σχέσεις
του
ασθενούς
στο
παρελθόν)
και
β) Δευτεροπαθή
(προηγηθείσα
επίτευξης
εγκυμοσύνης
ανεξαρτήτου
συντρόφου).
Το
υπογόνιμο
ζευγάρι
πρέπει
να
αντιμετωπίζεται
ως
οντότητα
κι
αυτό
γιατί
στο
20-30%
των
περιπτώσεων
υπογονιμότητας
το
αίτιο
ανευρίσκεται
μόνο
στον
άνδρα,
στο
30%
μόνο
στη
γυναίκα
ενώ
στο
30-40%
είναι
μικτής
αιτιολογίας.
Σε
ένα
ποσοστό
περίπου
15%
των
ζευγαριών
με
υπογονιμότητα
δεν
είναι
δυνατή
η
ανεύρεση
του
παθολογικού
αιτίου
(ιδιοπαθής
υπογονιμότητα)
Η
αιτιολογία
της
ανδρικής
υπογονιμότητας
κατηγοριοποιείται
ως
εξής:
Α)
Προ-ορχικά
αίτια: Διαταραχές
της
υποθαλαμικής
λειτουργίας,
διαταραχές
της
λειτουργίας
της
υπόφυσης,
άλλες
ορμονικές
διαταραχές
(π.χ.
υπερ-οιστρογοναιμία,
υπέρ
ή
υποθυρεοειδισμός),
συστηματικές
παθήσεις
Β)
Ορχικά
αίτια: Χρωμοσωμιακές
ανωμαλίες,
κιρσοκήλη,
διάφορες
παθήσεις
των
όρχεων,
γοναδοτοξικοί
παράγοντες,
αναστολή
ωρίμανσης
των
σπερμα-τοζωαρίων
Γ)
Μετά-ορχικά
αίτια: Απόφραξη
ή
δυσπλασία
της
αποχετευτικής
οδού
του
σπέρματος,
διαταραχές
της
κινητικότητας
και
λειτουργίας
των
σπερματοζωαρίων,
διαταραχές
εκσπερμάτισης,
σεξουαλική
δυσλειτουρ-γία. Η
θεραπεία
της
ανδρικής
υπογονιμότητας
διακρίνεται
σε:
ειδική
συντηρητική
θεραπεία,
εμπειρική
συντηρητική
θεραπεία
και
χειρουργική
θεραπεία.
|
|
|
|
Στυτική
Δυσλειτουργία
-
Έγχρωμο
Doppler
Είναι
η
αδυναμία
επίτευξης
στύσεως
ικανής
σε
σκληρότητα
για
είσοδο
στον
κόλπο
και
πραγματοποίηση
σεξουαλικής
επαφής.
Στην
αιτιολογία
των
διαταραχών
στύσης
ανήκουν
ψυχογενή,
νευρογενή,
αγγειακά,
ενδοκρινολογικά
και
φαρμακευτικά
αίτια. Σήμερα
είναι
δυνατόν
να
διαγνωστεί
οργανική
βλάβη
στο
50-80%
των
ασθενών
με
διαταραχές
στύσης. Στις
μικρότερες
ηλικίες
έχει
βρεθεί
ότι
οργανικές
αιτίες
εμφανίζονται
στο
30%
των
ασθενών,
ενώ
ψυχογενή
αίτια
στο
70%.
Αντίθετα
στις
μεγαλύτερες
ηλικίες
(πάνω
από
60)
οργανικά
αίτια
υπάρχουν
στο
85%
και
ψυχογενή
μόνο
στο
15%
των
ασθενών. Η
θεραπεία
των
διαταραχών
στύσης
ανάλογα
με
την
αιτία
είναι
α) Μη
επεμβατική
(από
το
στόμα
χορήγηση
φαρμάκων,
ενδοσυραγγώδεις
ενέσεις)
β) Επεμβατική
(επεμβάσεις
επαναγγείωσης
του
πέους,
πεϊκές
προθέσεις)
|
|
|
|
|
Γυναικοουρολογικές
Παθήσεις
Η Γυναικολογική
Ουρολογία
είναι
ένας
σχετικά
καινούργιος
κλάδος
της
ουρολογίας,
που
ασχολείται
κατά
κύριο
λόγο
με
την
πρόπτωση
πυελικών
οργάνων
και
την
ακράτεια
ούρων.
Οι
δυο
αυτές
παθολογικές
καταστάσεις
συχνά
συνυπάρχουν
στην
ίδια
γυναίκα.
Η Πρόπτωση
πυελικών
οργάνων
είναι
η
προεκβολή
ενός
ή
περισσοτέρων
πυελικών
δομών
(μήτρα,
ουροδόχος
κύστη,
έντερο)
μέσα
στον
κόλπο
και,
σε
μερικές
περιπτώσεις,
έξω
από
το
άνοιγμα
του
κόλπου.
Ο
κόλπος
περιβάλλεται
από
ένα
σύνολο
πυελικών
δομών.
Το
ορθό
βρίσκεται
κάτω
από
τον
κόλπο,
η
ουροδόχος
κύστη
πάνω
από
αυτόν,
ενώ
η
μήτρα,
το
έντερο
και
τα
υπόλοιπα
κοιλιακά
όργανα
βρίσκονται
πίσω
του.
Όταν
η
στήριξη
ανάμεσα
σε
μία
από
αυτές
τις
δομές
και
τον
κόλπο
εξασθενεί,
μπορεί
να
παρουσιαστεί
πρόπτωση.
Στους
παράγοντες
κινδύνου
για
κάθε
είδους
πρόπτωση
περιλαμβάνονται
ο
τοκετός,
άλλα
πυελικά
τραύματα
και
η
διαδικασία
του
γήρατος.
Στα
συμπτώματα
ανήκουν
η
πίεση
στην
πύελο
ή
μια
αίσθηση
πληρότητας
της
πυέλου,
ή
η
εντύπωση
ότι
κάτι
«πέφτει
έξω»
από
τον
κόλπο. Η
διάγνωση
του
συγκεκριμένου
τύπου
πρόπτωσης
απαιτεί
προσεκτική
εξέταση
της
πυέλου.
Είναι
πολύ
δύσκολο
για
τις
ασθενείς
να
διαφοροποιηθούν
εξαιτίας
των
ομοιοτήτων
στα
συμπτώματα
και
στην
εμφάνιση
των
διαφόρων
τύπων
πρόπτωσης.
Υπάρχουν
πολλές
δυνατότητες
θεραπείας
και
εξαρτώνται
από
τις
επιθυμίες
της
ασθενούς,
το
βαθμό
δυσφορίας
και
την
ιατρική
γνωμάτευση.
Οι
δυνατότητες
είναι
οι
εξής:
απλή
παρακολούθηση,
ορμονική
υποκατάσταση
με
οιστρογόνα
(ενισχύει
τα
τοιχώματα
του
κόλπου),
πεσσοί
(όργανα
που
τοποθετούνται
μέσα
στον
κόλπο
για
να
εμποδίσουν
την
πρόπτωση),
και
διάφορες
κολπικές
ή
λαπαροσκοπικές
διορθωτικές
διαδικασίες.
|
|
|
|
|
Παιδοουρολογικές
Παθήσεις
Η
Παιδιατρική
Ουρολογία
περιλαμβάνει
ένα
ευρύ
φάσμα
παθήσεων,
οι
οποίες
διαχωρίζονται
σε
συγγενείς
και
επίκτητες.
Τις
συχνότερες
και
κλινικά
σημαντικότερες
από
αυτές
θα
θίξουμε
ακροθιγώς
παρακάτω.
ΦΙΜΩΣΗ.
Στο
τέλος
του
πρώτου
έτους
η
αποκάλυψη
της
βαλάνου
είναι
εφικτή
μόνο
στο
50%
των
αγοριών.
Η
φίμωση
είναι
είτε
πρωτοπαθής
(φυσιολογική)
χωρίς
ουλές,
είτε
δευτεροπαθής
(παθολογική)
ως
αποτέλεσμα
ανάπτυξης
ουλώδους
ιστού
λόγω
φλεγμονώδων
καταστάσεων,
όπως
η
ξηρωτική
βαλανίτιδα.
Η
φίμωση
πρέπει
να
διαχωρίζεται
από
την
φυσιολογική
σύμφυση
της
πόσθης
στη
βάλανο.
Η
θεραπεία
της
στα
παιδιά
εξαρτάται
από
τις
προτιμήσεις
των
γονέων
και
μπορεί
να
είναι
είτε
πλαστική,
είτε
ριζική
περιτομή
μετά
τη
συμπλήρωση
του
δεύτερου
έτους
της
ηλικίας.
Η
περιτομή
σε
παιδική
ηλικία
δεν
πρέπει
να
συστήνεται
όταν
δεν
υπάρχει
ιατρικός
λόγος.
Η
δευτεροπαθής
φίμωση
είναι
απόλυτη
ένδειξη
για
περιτομή.
ΚΡΥΨΟΡΧΙΑ.
Σε
ηλικία
ενός
έτους,
1%
των
τελειόμηνων
αγοριών
παρουσιάζει
αυτήν
την
πολύ
συχνή
συγγενή
ανωμαλία.Η
κλινική
αντιμετώπιση
καθορίζεται
από
το
εάν
οι
όρχεις
είναι
ψηλαφητοί
ή
όχι.
Η
φυσική
εξέταση
είναι
η
μόνη
μέθοδος
για
το
διαχωρισμό
των
ψηλαφητών
από
τους
μη
ψηλαφητούς
όρχεις.
Όσον
αφορά
τη
θεραπευτική
προσέγγιση,
η
χειρουργική
αποκατάσταση
διαδραματίζει
τον
κύριο
ρόλο.
Γενικότερα,
η
κρυψορχία
αξίζει
ιδιαίτερης
προσοχής
από
τους
γονείς.
Αγόρια
με
μονήρη
κρυψορχία
παρουσιάζουν
συχνότερα
επηρεασμένο
σπέρμα,
αλλά
πετυχαίνουν
τα
ίδια
ποσοστά
πατρότητας.
Επίσης
έχουν
20
φορές
περισσότερες
πιθανότητες
να
αναπτύξουν
καρκίνο
του
όρχεως,
ανεξάρτητα
από
τη
θεραπευτική
προσέγγιση.
Η
πρώιμη
ορχεοπηξία
μπορεί
να
μειώσει
τον
κίνδυνο
εμφάνισης
κακοήθειας
και
γι’
αυτό
πρέπει
να
πραγματοποιείται
σε
ηλικία
12-18
μηνών.
ΥΠΟΣΠΑΔΙΑΣ.
Περιλαμβάνει
την
ύπαρξη
έκτοπου
ουρηθρικού
στομίου.
Κατηγοριοποιείται
σε:
Άπω
ή
πρόσθιο,
μέσο
και
εγγύ
ή
οπίσθιο
υποσπαδία.
Η
διάγνωση
πρέπει
να
γίνεται
στη
γέννηση,
ενώ περιλαμβάνει
και
τον
έλεγ-χο
ύπαρξης
άλλων
ανωμαλιών
(π.χ.
κρυψορχία,
υδροκήλη). Η
ηλικία
για
αποκατάσταση
του
υποσπαδία
είναι
6-18
μήνες. Στον
οπίσθιο,
ιδίως,
υποσπαδία
μπορεί
να
επιτευχθεί
εξαιρετικό
λειτουργικό
και
αισθητικό
αποτέλεσμα.
|
|
|
|
|
Βιοψίες
Προστάτη
με
χρήση
υπερήχων
Η
διορθική
βιοψία
του
προστάτη
εκτελείται
συνήθως
από
εξειδικευμένο
ουρολόγο.
Η
όλη
διαδικασία
διαρκεί
το
πολύ
μισή
ώρα,
δεν
απαιτείται
νοσηλεία
και
συνεπώς
μπορεί
να
πραγματοποιηθεί
ακόμα
και
σε
εξωτερική
βάση.
Η
εξέταση
γίνεται
με
τοπική
αναισθησία,
ώστε
να
αποφευχθεί
κάθε
αίσθημα
πόνου.
Ο
γιατρός
αρχικά
εισάγει
στο
ορθό
αντισηπτικό
και
τοπικό
αναισθητικό
και
στη
συνέχεια
εντοπίζει
τον
προστάτη
με
τη
βοήθεια
μιας
ειδικής
κεφαλής
υπερήχων.
Η
κεφαλή
αυτή
είναι
κυλινδρική
και
έχει
πάχος
2
με
3
εκατοστά
(περίπου
όσο
το
πάχος
ενός
αντίχειρα).
Για
την
ευκολότερη
εισαγωγή
στο
ορθό
και
την
αποφυγή
πρόκλησης
τοπικού
πόνου
η
κεφαλή
των
υπερήχων
καλύπτεται
με
ειδικό
gel
το
οποίο
περιέχει
τοπικό
αναισθητικό.
|
|
|
|
|
Κυστεοσκόπηση
Πρόκειται
για
ενδοσκοπική
εξέταση
που
διενεργείται
με
τη
βοήθεια
του
κυστεοσκοπίου. Αποτελεί
τη
συχνότερα
πραγματοποιούμενη
ουρολογική
ενδοσκοπική
εξέταση. Ο
ασθενής
τοποθετείται
σε
κατάλληλη
θέση
και
ακολουθεί
η
είσοδος
του
κυστεοσκοπίου.
Στη
συνέχεια
γίνεται
πλήρωση
της
ουροδόχου
κύστης
με
φυσιολογικό
ορό
και
ο
επισκοπικός
έλεγχός
της.
Συγκεκριμένα ελέγχεται,
υπό
άμεση
όραση,
ο
βλεννογόνος
της
κύστης
στο
σύνολό
της
και
το
κυστικό
τρίγωνο
με
τα
δύο
ουρητηρικά
στόμια. Η
κυστεοσκόπηση
διενεργείται
σε
περίπτωση
διερεύνησης
αιματουρίας
χωρίς
συνυπάρχοντα
ευρήματα
από
το
ανώτερο
ουροποιητικό
σύστημα,
σε
περίπτωση
καθετηριασμού
του
ουρητήρα
ή
ανιούσας
πυελογραφίας,
σε
ενδοσκοπικές
επεμβάσεις
(π.χ.
εκτομή
θηλωματώδους
βλάβης,
λήψη
βιοψιών)
και
τέλος
σε
κάθε
περίπτωση
που
με
τα
συνηθισμένα
μέσα
δεν
μπορεί
να
γίνει
διάγνωση.
Καλό
είναι
να
αποφεύγεται
σε
υπάρχουσα οξεία
φλεγμονή
της
ουρήθρας,
του
προστάτου,
της
κύστης,
ενώ σε
ασθενείς
με
βαριά
νεφρική
ανεπάρκεια
γίνεται
μόνο
σε
απόλυτη
ανάγκη.
|
|
|
|
|
Ουροροομέτρηση
Η
ουροροομέτρηση
είναι
μία
ουρολογική
εξέταση
με
την
οποία
μετριέται
αντικειμενικά
η
δύναμη
της
ακτίνας
των
ούρων.
Εκτός
των
άλλων,
συντελεί
στη
διαφορική
διάγνωση
μεταξύ
της
Καλοήθους
Υπερπλασίας
Προστάτη
και
της αδυναμίας
του
εξωστήρα
μυ
της
ουροδόχου
κύστεως. Ο
ασθενής
ουρεί
με
γεμάτη
την
ουροδόχο
κύστη
μέσα
σ'
ένα
ειδικά
διαμορφωμένο
δοχείο
που
είναι
συνδεδεμένο
με
το
ηλεκτρονικό
ροόμετρο,
ενώ
το
αποτέλεσμα
τυπώνεται
σε
χαρτί.
Η
εξέταση
διαρκεί
όσο
και
μια
φυσιολογική
ούρηση.
|
|
|
|
|
|
|